- οινολογία
- Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής, βελτίωσης και διατήρησης των κρασιών.
Από το ένα μέρος πραγματεύεται τις φροντίδες που πρέπει να καταβάλλονται προς την πρώτη ύλη, το σταφύλι, κατά τις διαδοχικές φάσεις της ωρίμασης και του παλιώματος· από το άλλο, μελετά τις χημικές, βιολογικές και μικροβιολογικές μεταβολές, που κυριαρχούν στον πιο σπουδαίο παράγοντα της οινοποίησης, την αλκοολική ζύμωση. Ενδιαφέρεται επίσης για την αναγκαία τεχνική της μηχανικής κατεργασίας του σταφυλιού.
Η κατεργασία αυτή εκτελείται κυρίως στα οινοποιεία. Αυτά μπορεί να είναι αξιόλογα κέντρα με χαρακτήρα εμπορικού οργανισμού (για παράδειγμα, συνεταιρικές οιναποθήκες), που ασχολούνται με τη συλλογή και ζύμωση του προϊόντος μιας ορισμένης αμπελουργικής ζώνης. Βλ. λ. κρασί.
Το κρασί και η οινοποσία έχουν εμπνεύσει μεγάλους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Στη φωτογραφία, ο περίφημος πίνακας του Βελάσκεθ «Οι μέθυσοι» που τον διακρίνει έντονη διονυσιακή, διάθεση και νατουραλισμός (Μαδρίτη, Πράντο).
* * *η (Α οἰνολογία) [οινολογώ]νεοελλ.χημικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής και συντήρησης τών οίνωναρχ.φόρος που πληρωνόταν σε οίνο, ίσως η σπονδή Διονύσου.
Dictionary of Greek. 2013.